Αἰτωλίας

Αἰτωλίας
Αἰτωλίᾱς , Αἰτώλιος
fem acc pl
Αἰτωλίᾱς , Αἰτώλιος
fem gen sg (attic doric aeolic)
Αἰτωλίᾱς , Αἰτωλία
fem acc pl
Αἰτωλίᾱς , Αἰτωλία
fem gen sg (attic doric aeolic)
Αἰτωλίᾱς , Αἰτωλίη
fem acc pl
Αἰτωλίᾱς , Αἰτωλίη
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός — Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Ιερά Μητρόπολη — Εδρεύει στο Μεσολόγγι. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 212 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 194 ιερείς. Για την πλέον άρτια περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιοχές Μεσολογγίου, Αγρινίου, Αμφιλοχίας, Αστακού,… …   Dictionary of Greek

  • Ώλενος — Ονομασία δύο πόλεων της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Αιτωλίας, κοντά στους πρόποδες του Αράκυνθου (Ζυγού). Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στράβωνα, την κατέστρεψαν οι Αιολείς. Πολλοί αρχαιολόγοι θεωρούν πως τα ερείπια του Γυφτόκαστρου και του Πετροβουνίου… …   Dictionary of Greek

  • θεόκλητος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο μάρτυς. Λέγεται ότι ήταν εκείνος που έδωσε στην αγία Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα δηλητήριο από το οποίο πέθανε. Μεταμελήθηκε όμως για την πράξη του και ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Για τη μεταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλία — I Κατά την αρχαιότητα, περιοχή της σημερινής δυτικής Στερεάς Ελλάδας, μεταξύ του όρους Παναιτωλικού, του Κορινθιακού κόλπου, του ποταμού Εύηνου και του ποταμού Αχελώου. Ως πόλεις της αρχαίας Α. αναφέρονται σε διάφορες εποχές οι: Θέρμος, Πλευρών,… …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλική Συμπολιτεία — Οι πόλεις της αρχαίας Αιτωλίας Καλυδών, Πλευρών, Ώλενος, Χαλκίς, Πυλήνη, Κωνώπη, Λυσιμάχεια, Τριχώνιον, Φύταιον, Στράτος, Αγρίνιον, Θέρμος και άλλες μικρότερες, συγκροτούσαν το Κοινόν της Αιτωλίας. Η Α.Σ. δεν πήρε μέρος στους Περσικούς πολέμους,… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνάκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Βασίλειος. Γεννήθηκε στον Άγιο Πέτρο της Κυνουρίας και ήταν αδελφός του Θεόδωρου Α. (βλ. 4.). Πολέμησε στον Μοριά και στη Ρούμελη ως καπετάνιος. Τραυματίστηκε στη μάχη της Άμπλιανης. Μετά την Επανάσταση, του δόθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Διομήδης — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικός ήρωας, γιος του βασιλιά της Αιτωλίας Τυδέα και της Δηιπύλης, κόρης του βασιλιά του Άργους, Αδράστου. Όταν μεγάλωσε ο Δ. θέλησε να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος ήταν ένας από τους Επτά… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμαίος Κωνσταντίνος — (1874 – 1966). Αρχαιολόγος και διδάκτορας της φιλολογίας. Αρχικά δούλεψε επί 5 χρόνια ως καθηγητής σε διάφορα γυμνάσια και έπειτα, με εκπαιδευτική άδεια, έφυγε για τη Γερμανία, όπου σπούδασε αρχαιολογία στα πανεπιστήμια, Μονάχου, Βερολίνου και… …   Dictionary of Greek

  • Συκέα (Συκιά) — Όνομα δέκα οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (377 κάτ., υψόμ. 340 μ.) στην επαρχία Ημαθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (14 τ. χλμ., 377 κάτ.). 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (114 κάτ., υψόμ. 250 μ.), στην επαρχία Σερρών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”